- κατοσφραίνομαι
- κατοσφραίνομαι (Α)οσφραίνομαι πολύ, μυρίζω επί πολλή ώρα κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατοσφραίνομαι — κατά ὀσφραίνομαι catch scent of pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)